κολοβώνω — κολόβωσα, κολοβώθηκα, κολοβωμένος 1. κάνω κάτι κολοβό, ακρωτηριάζω. 2. παρεμποδίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλωβώ — διαλωβῶ ( άω) (AM) 1. κολοβώνω, κουτσουρεύω 2. μέσ. διαλωβῶμαι (επιτατ. τ. τού λωβῶμαι) α) ακρωτηριάζω, κολοβώνω β) βασανίζω … Dictionary of Greek
κωφώ — (I) κωφῶ, άω (Α) [κωφός] 1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.) 2. κολοβώνω κάποιον 3. παθ. κωφῶμαι, άομαι αποβλακώνομαι. (II) κωφῶ έω (Α) [κωφός] πιθ. κολοβώνω κάποιον. (III) κωφῶ, όω… … Dictionary of Greek
ακολόβωτος — η, ο [κολοβώνω] αυτός που δεν έχει υποστεί κολόβωση, δηλ. μείωση, περιορισμό … Dictionary of Greek
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κολοβιάζω — [κολοβός] κολοβώνω, κουτσουρεύω … Dictionary of Greek
κολοβώ — κολοβῶ, όω (AM) βλ. κολοβώνω … Dictionary of Greek
κολόβωση — η (AM κολόβωσις) [κολοβώ] η ενέργεια τού κολοβώνω, ακρωτηριασμός, κολόβωμα αρχ. ελάττωση, σμίκρυνση … Dictionary of Greek
κουτσουρεύω — [κούτσουρο] 1. κόβω τους κλάδους δένδρου 2. μτφ. αποκόπτω, ακρωτηριάζω, κολοβώνω 3. μειώνω, περιορίζω («κουτσούρεψαν τους μισθούς») … Dictionary of Greek
παραθραύω — Α 1. σπάζω κομμάτι από κάτι 2. μτφ. α) ακρωτηριάζω, κολοβώνω («παραθραύειν ὀλίγον τοῡ λόγου», Γαλ.) β) καταστρέφω, κομματιάζω («παραθραύειν τὸ δίκαιον», Πορφ.) … Dictionary of Greek